Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Ranunculus crenatus

Γράμμος, 24/7/2017


Ο Γράμμος, ένας από τους γίγαντες των βόρειων συνόρων της Ελλάδας, παρόλο που υπόσχεται βοτανικούς θησαυρούς, πολύ περισσότερους από όσους έχουν ήδη ανακαλυφθεί, δεν έχει μελετηθεί ποτέ διεξοδικά. Το 2005 δημοσιεύτηκε από τους Strid & Vassiliades η καταγραφή ενός νέου για τη χλωρίδα του βουνού, αλλά και της Ελλάδας γενικότερα, είδους. Πρόκειται για τον Ranunculus crenatus Waldst. & Kit. πάνω στον οποίο είχαμε την τύχη να πέσουμε το καλοκαίρι με μια χαρούμενη παρέα.

Ο Ranunculus crenatus απαντά στις ανατολικές Άλπεις, τα Καρπάθια και κάποια βουνά της Βαλκανικής χερσονήσου. Το πλησιέστερο σημείο όπου έχει εντοπιστεί βρίσκεται περίπου 80 χλμ ΒΒΑ του Γράμμου, στο όρος Πελιστέρ της ΠΓΔΜ. Γενικά, του αρέσουν τα μεγάλα υψόμετρα, γι’ αυτό και απαντά σε βουνά μεγαλύτερα των 2000 μ., αλλά απουσιάζει από αμιγώς ασβεστολιθικούς ή σερπεντινικούς ορεινούς όγκους, ακόμα και αν αυτοί καλύπτουν τις υψηλές υψομετρικές του προτιμήσεις. Ανθίζει μόλις λιώσουν τα χιόνια.




Εκεί ψηλά στο Γράμμο λοιπόν, σε μια πλαγιά με βόρεια έκθεση και σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 2300 μ., συναντήσαμε το Ranunculus crenatus. Τα χιόνια είχαν πια λιώσει, όμως η υγρασία ήταν ακόμα αρκετή ώστε τα τελευταία, δυστυχώς λίγα, λευκά άνθη του φυτού αυτού να διατηρούνται ζωντανά. 

Για όσους ψάχνουν αφορμή να ανέβουν στο βουνό... 

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

Heliosperma intonsum

Φαράγγι Αώου, 18/5/2015



Κάθε φαράγγι που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να φιλοξενεί τουλάχιστον ένα ενδημικό φυτό στους απόκρημνους βράχους του. Έτσι, στο φαράγγι του Αώου, ανάμεσα στα άλλα σπάνια φυτά που μπορεί κανείς να συναντήσει, βρίσκεται ένας μικρόσωμος εκπρόσωπος της οικογένειας Caryophyllaceae που δεν απαντά πουθενά αλλού στον κόσμο: το Heliosperma intonsum (Greuter & Melzh.) Niketić & Stevan.


Ανάμεσα στα χαρακτηριστικά που κάνουν το είδος αυτό να ξεχωρίζει από άλλα συγγενικά του είδη, είναι η πυκνή του τριχοφυΐα που προσδίδει στο φυτό μια «αξύριστη» εμφάνιση. Ακόμα κι έτσι όμως, το φυτό είναι σε καλύτερη κατάσταση από ότι ένας βοτανικός μετά από 2 βδομάδες δουλειάς πεδίου, όπως χαρακτηριστικά και πολύ χαριτωμένα μας αναφέρουν οι Melzheimer & Greuter στην εργασία τους όπου περιέγραψαν το είδος, το 1982.





Γνωστό παλαιότερα και ως Silene intonsa Greuter & Melzh., το Heliosperma intonsum σκαρφαλώνει στα ασβεστολιθικά βράχια του φαραγγιού και φυτρώνει μέσα σε σχισμές ή προεξοχές τους, σε υψόμετρο από 450 έως 600 μ. Ανθίζει κατά το μήνα Μάιο.

Η πλειονότητα των ειδών του γένους Heliosperma είναι στενοενδημικά της Βαλκανικής χερσονήσου και φαίνεται να συμφωνούν ως προς τις προτιμήσεις τους για τον ιδανικό βιότοπο: ασβεστολιθικά βράχια, κυρίως μέσα σε φαράγγια και χαράδρες. Μάλιστα, όπως μας πληροφορούν οι Niketić & Stevanović (2006), κάποια από τα είδη αυτά, ανάμεσά τους και το H. intonsum, ανήκουν στην ομάδα των ομβροφοβικών χασμόφυτων, αυτών δηλαδή των φυτών που δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν σε περιοχές με μεγάλη ποσότητα βροχοπτώσεων. Φαίνεται ότι το συγκεκριμένο φαράγγι προσφέρει, κατά τα άλλα, ιδανικές συνθήκες διαβίωσης στο H. intonsum, παρόλο που ανήκει στο νομό Ιωαννίνων, για τον οποίο έχει γραφτεί το δίστιχο «Σ’ όλο τον κόσμο ξαστεριά, σ’ όλο τον κόσμο ήλιος και στα καημένα Γιάννενα μαύρη βροχή κι αντάρα»…




Το Heliosperma intonsum συμπεριλαμβάνεται στον παγκόσμιο κατάλογο ειδών που χρήσουν προστασίας του ΟΗΕ και στα Άλλα Σημαντικά Είδη Φυτών του δικτύου «ΦΥΣΗ 2000».

Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Aquilegia nigricans

Γράμμος, 13/6/2015


Τα γαμψά πλήκτρα του άνθους, παρόμοια με νύχια αρπακτικού, ήταν η αφορμή για να της δοθεί το όνομα Aquilegia, από τη λέξη aquila, τη λατινική ονομασία του αετού. Ταυτόχρονα, η μορφή των εξωτερικών τμημάτων του περιάνθιου, μαζί με τα πλήκτρα, θυμίζει μια παρέα περιστεριών σε κύκλο που τα λένε μεταξύ τους, γι’ αυτό και η κοινή ονομασία του φυτού είναι κολομπίνα, από το λατινικό columba, δηλαδή περιστέρι. Ο παράδοξος συνδυασμός χαρακτηριστικών ενός μεγαλόπρεπου αετού και ενός φιλειρηνικού περιστεριού φαίνεται πως λειτουργεί μια χαρά για τα όμορφα φυτά του γένους αυτού.  




Η Aquilegia nigricans Baumg. είναι ένα είδος ενδημικό της ανατολικής Ευρώπης, που βρίσκει το νοτιότερο άκρο της εξάπλωσής του στην Ελλάδα. Εντοπίζεται σε τέσσερα μόλις βουνά της χώρας μας: Γράμμος, Τύμφη, Όρλιακας, Βέρμιο, όμως ενδελεχέστερη έρευνα στα εκτεταμένα δάση του ελληνικού βορρά ίσως αποκάλυπτε και νέους πληθυσμούς του είδους.

Προς το παρόν, οι ελάχιστοι, μικροί και διάσπαρτοι πληθυσμοί της Aquilegia nigricans έχουν εντοπιστεί σε ξέφωτα ή παρυφές δασών πεύκης, οξιάς ή μικτών φυλλοβόλων, σε υψόμετρα από 1090 έως 1600 μ. και λίγο-πολύ υγρές θέσεις. Η ανθοφορία της περιλαμβάνει τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο. 




Η A. nigricans συμπεριλαμβάνεται στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων (2009) με το χαρακτηρισμό «Τρωτό». Όπως πληροφορούμαστε, ο κάθε υποπληθυσμός των ελληνικών βουνών απαρτίζεται από λίγα έως μερικές δεκάδες φυτά, καθιστώντας το φυτό πολύ σπάνιο για την Ελλάδα. Επιπλέον, ένα μόνο ατυχές γεγονός, όπως ένα τοπικό πρόγραμμα αναδάσωσης ή μια πυρκαγιά, θα μπορούσε να καταστρέψει τμήμα του κατακερματισμένου ελληνικού πληθυσμού. Το είδος δεν προστατεύεται, αλλά συμπεριλαμβάνεται στον Κόκκινο Κατάλογο Απειλούμενων Ειδών της Παγκόσμιας Ένωσης Προστασίας της Φύσης και στον Παγκόσμιο Κατάλογο Ειδών που χρήζουν Προστασίας του Ο.Η.Ε.

Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Fritillaria epirotica

Μέτσοβο, 26/5/2015


Ψάχνοντας για τη Fritillaria epirotica Rix, το πρώτο πράγμα που αντίκρυσα ήταν τα εξαιρετικά στριφογυριστά της φύλλα. Το άνθος με το σκούρο χρώμα του και κοιτώντας χαμηλά, σχεδόν αγγίζοντας το έδαφος, είναι σαν να προσπαθεί να κρυφτεί από τις ορδές των αιγοπροβάτων, μήπως και καταφέρει να κάνει καρπούς και να διαιωνίσει το ενδημικό αυτό είδος. 




Η Fritillaria epirotica έχει εντοπιστεί μόνο σε λίγα βουνά της βορειοδυτικής Ελλάδας, σε σερπεντινικό υπόστρωμα. Είναι πιθανό η εξάπλωσή της να συνεχίζεται προς το βορρά, μέσα στην περιοχή της Αλβανίας, αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Η πρώτη συλλογή του φυτού έγινε στο Σμόλικα, στις 30 Ιουνίου του 1937, ενώ το είδος περιγράφηκε το 1975.   

Οι λίγοι μικροί και διασκορπισμένοι υποπληθυσμοί της, που συνολικά δεν ξεπερνούν τα 1000 άτομα, βρίσκονται σε σάρες ή βραχώδεις θέσεις, σε μεγάλα υψόμετρα, συνήθως πάνω από τα 1600 μ., φτάνοντας μέχρι και τα 2600 μ., αν και το είδος έχει βρεθεί και στα 1050 μ. Η ανθοφορία της εξελίσσεται κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο. 



Η Fritillaria epirotica συμπεριλαμβάνεται και στα δύο Βιβλία Ερυθρών Δεδομένων και μάλιστα η κατάστασή της από «Σπάνιο» το 1995 υποβαθμίστηκε σε «Τρωτό» το 2009, λόγω της έντονης βόσκησης που υφίσταται το φυτό. Μελλοντικά, όπως αναφέρεται στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων του 2009, δεν αποκλείεται δυστυχώς η μετατόπιση προς το χαρακτηρισμό «Κινδυνεύον». Η μοναδική περιοχή στην οποία τα άνθη προλαβαίνουν να κάνουν καρπούς πριν φαγωθούν, είναι η ορεινή διάβαση της Κατάρας, καθώς η άνθιση του φυτού προηγείται της μεταφοράς αιγοπροβάτων εκεί.

Το όμορφο ενδημικό είδος προστατεύεται από τη Σύμβαση της Βέρνης για την Προστασία της Άγριας Ζωής και του Φυσικού Περιβάλλοντος και το ΠΔ 67/1981, ενώ συμπεριλαμβάνεται, εκτός των δύο Βιβλίων Ερυθρών Δεδομένων, στον Κόκκινο Κατάλογο Απειλούμενων Ειδών της Παγκόσμιας Ένωσης Προστασίας της Φύσης ως «Κινδυνεύον», στον Παγκόσμιο Κατάλογο Ειδών που χρήζουν Προστασίας του Ο.Η.Ε. και στα Άλλα Σημαντικά Είδη Φυτών του δικτύου «ΦΥΣΗ 2000».

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Erythronium dens-canis

Φαλακρό, 8/5/2016


Μπορεί να φαίνεται σαν ανεμοδαρμένο, έτσι όπως γυρίζουν τα τέπαλά του προς τα πίσω, όμως στην πραγματικότητα χρειάζεται να το λούσει ο ήλιος για να πάρει αυτή, την κανονική του, μορφή, θυμίζοντας εκείνο το μύθο που ο βοριάς και ο ήλιος μάλωναν για το ποιος μπορεί να πάρει την κάπα του βοσκού.




Το Erythronium dens-canis L. είναι το μόνο είδος του γένους Erythronium που βρίσκεται αυτοφυές στην κεντρική και νότια Ευρώπη και την Ασία. Τα υπόλοιπα, λίγο περισσότερα από 20, είδη βρίσκονται στη βόρεια Αμερική. Στην Ελλάδα έχει εντοπιστεί στο Φαλακρό, τον Όρβηλο, το Παπίκιο, περιοχές της Ροδόπης και πρόσφατα κοντά στην πόλη της Ξάνθης. Ανάλογα με το υψόμετρο, ανθίζει από το Φεβρουάριο μέχρι την αρχή του Ιούνη.  

Το όνομα του είδους dens-canis σημαίνει δόντι του σκύλου, κυνόδοντας. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι το όνομα αυτό του δόθηκε για το σχήμα του μακρόστενου βολβού του, αν και ο τρόπος που προβάλλουν οι στήμονες και ο στύλος του άνθους ανάμεσα από τα τέπαλα, θυμίζουν ίσως περισσότερο ένα μυτερό δόντι. 




Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του E. dens-canis είναι τα φύλλα του που φέρουν ανοιχτόχρωμα ή καφέ μπαλώματα. Έχει προταθεί ότι το σχέδιο αυτό λειτουργεί ως καμουφλάζ που προστατεύει το φυτό από τους φυτοφάγους θηρευτές του, ενώ τα ανοιχτόχωμα-ασημένια μπαλώματα ανακλούν το φως, προσελκύοντας ίσως έτσι τους επικονιαστές του φυτού.

Ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα άρχισε να καλλιεργείται ως καλλωπιστικό στους κήπους της Ευρώπης, καθώς πρόκειται για ένα πολύ ελκυστικό φυτό, μαζί με άλλα είδη αυτοφυή της Αμερικής και διάφορα τεχνητά υβρίδια. Του έχουν αποδοθεί διάφορες θεραπευτικές ιδιότητες και, επιπλέον, το τρώνε στις χώρες τις Άπω Ανατολής και στη Σιβηρία. Αν το συναντήσετε, θαυμάστε το, φωτογραφίστε το, αλλά μην το κόψετε (είτε για να το φάτε, είτε για να το πετάξετε μια ώρα αργότερα). Είναι κρίμα να μειώνεται ο πληθυσμός ενός φυτού, ίσως τοπικά άφθονου, αλλά με τόσο περιορισμένη εξάπλωση στην Ελλάδα. 

Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

Tulipa hageri

Πάρνηθα, 8/4/2016


Ήταν ακριβώς στα μέσα του 16ου αιώνα, όταν ο Ogier Gheselin de Busbecq, βιεννέζος πρόξενος στην Οθωμανική αυτοκρατορία του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, εντόπισε τα εντυπωσιακά άνθη ενός άγνωστου για αυτόν φυτού και έσπευσε, το 1551, να στείλει σπέρματα του φυτού αυτού πίσω στη Βιέννη. Ονόμασε δε το φυτό Tulipan, από την περσική λέξη dulbend ή thoulyban, που θα πει τουρμπάνι, καθώς το σχήμα των ανθών του θύμιζε προφανώς τα φουσκωμένα, από το εν λόγω κάλυμμα, κεφάλια των Οθωμανών. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Busbecq δίνει βολβούς στον Ολλανδό γιατρό βοτανικό Carolus Clusius, ο οποίος καλλιεργεί τις τουλίπες σε έναν από τους πρώτους βοτανικούς κήπους που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη, αυτόν της ολλανδικής πόλης Leiden. Αυτό που ακολούθησε, που περιγράφεται πολύ γλαφυρά με τη λέξη «τουλιπομανία», το έχουμε αναφέρει εδώ.   




Από τότε, χρειάστηκε να περάσουν περισσότερα από 300 χρόνια για να ανακαλυφθεί σε ελληνικό έδαφος μια τουλίπα ενδημική της νότιας Ελλάδας, η Tulipa hageri Heldr. Πιο συγκεκριμένα, το 1874 περιέγραψε το συγκεκριμένο φυτό ο Χελδράιχ από δείγμα της Πάρνηθας και το 1892 το συνέλεξε από την περιοχή της Πεντέλης. Ονόμασε την τουλίπα αυτή hageri, προς τιμήν κάποιου, αγνώστων λοιπών στοιχείων, Friedrich Hager, ο οποίος πρώτος εντόπισε το φυτό αυτό στην Πάρνηθα.  




Η Tulipa hageri λοιπόν είναι μια τουλίπα ενδημική της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Ανθίζει τον Απρίλιο σε λιβάδια, εγκαταλειμμένους αγρούς και ξέφωτα δασών, σε μεσαία, κυρίως, υψόμετρα.

Όπως όλες οι τουλίπες της Ελλάδας, προστατεύεται θεωρητικά από το ΠΔ 67/1981 και, όπως ισχύει για όλες τις τουλίπες της Ελλάδας, ο μεγαλύτερος εχθρός της είναι ο άνθρωπος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μεγαλύτερος πληθυσμός αυτής της τουλίπας στην Αττική βρισκόταν σε γνωστό οροπέδιο της Πάρνηθας, μια περιοχή που την άνοιξη έχει μεγάλη επισκεψιμότητα. Ο πληθυσμός αυτός, μετά από ανηλεή συλλογή του, έχει μειωθεί δραματικά, ενώ μόνιμος πονοκέφαλος των βοτανικών και πραγματικών φυσιολατρών της περιοχής είναι να προλάβει το σπάνιο αυτό φυτό να ανθίσει πριν την επέλαση των βαρβάρων της Πρωτομαγιάς. 

Τρίτη 4 Απριλίου 2017

Silene integripetala subsp. elaphonesiaca

Ελαφόνησος, 1/4/2017


Η Ελαφόνησος είναι ένα από τα μαγικά μέρη της Ελλάδας. Με χρυσαφένιες αμμουδιές και τιρκουάζ νερά, προσελκύει κάθε καλοκαίρι χιλιάδες επισκέπτες. Για τους βοτανικούς όμως έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία, αφού στη μικρή της έκταση κρύβει πολλά χλωριδικά μυστικά, ανάμεσά τους και δύο τοπικά ενδημικά, φυτά δηλαδή που απαντούν μόνο στο μικρό αυτό νησάκι και πουθενά αλλού σε ολόκληρο τον κόσμο: τη SIlene integripetala  Bory & Chaub. in Bory subsp. elaphonesiaca Oxelman και τη Saponaria jagelii Phitos & Greuter




Για το τυπικό υποείδος Silene integripetala subsp. integripetala έχουμε ξαναμιλήσει στο παρελθόν (εδώ). Το υποείδος της Ελαφονήσου είναι ένα από τα σπανιότερα φυτά της Ελλάδας. Ο μικρός πληθυσμός της απαντά μόνο σε μια περιοχή του νησιού, αρκετά δυσπρόσιτη, την οποία για να επισκεφτεί κάποιος θα πρέπει να οπλιστεί με πολύ κουράγιο και αρκετούς επιδέσμους, καθώς οι πυκνοί ασπάλαθοι και οι αφάνες δεν αστειεύονται!  

Φύεται ανάμεσα σε φρύγανα, σε βραχώδες έδαφος και υψόμετρο γύρω στα 250 μ., ενώ ανθίζει τους δύο πρώτους μήνες της άνοιξης.

Συμπεριλαμβάνεται στον παγκόσμιο κατάλογο ειδών που χρήζουν προστασίας του ΟΗΕ και στα Άλλα Σημαντικά Είδη Φυτών του δικτύου "ΦΥΣΗ 2000".