Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Draba lasiocarpa

Βέρμιο, 25/3/2011

Draba lasiocarpa Rochel ή αλλιώς Draba με δασύτριχους καρπούς, όνομα λίγο άστοχο, αφού το τρίχωμα στους καρπούς, ποικίλει από πυκνό μέχρι τελείως απόν. Τέτοια ποικιλότητα μπορούμε να συναντήσουμε και σε άλλους μορφολογικούς χαρακτήρες, όπως π.χ. το μέγεθος των πετάλων ή του στύλου.
 
Απαντά σε ποικιλία βιοτόπων με κοινό χαρακτηριστικό το μικρό βάθος του εδάφους, όπως γκρεμοί, σχισμές και προεξοχές βράχων, σταθεροποιημένες σάρες, πετρώδη λιβάδια, δάση ή θαμνώνες. Ανθίζει από Απρίλιο έως Ιούλιο, σε υψόμετρα από 1100 έως 2500 μ.
 
Είναι φυτό ευρέως διαδεδομένο στα βουνά της Βαλκανικής χερσονήσου, ενώ η εξάπλωσή του φτάνει μέχρι τους πρόποδες των Άλπεων και των Β. Καρπαθίων. Στην Ελλάδα βρίσκεται στα βουνά της ηπειρωτικής χώρας και στα νησιά Κεφαλονιά και Θάσος.
 
H οικογένεια των Brassicaceae, στην οποία ανήκει η D. lasiocarpa έχει το προνόμιο να είναι μία από τις οχτώ που διατηρούν παράλληλα και την παλαιότερη ονομασία τους: Cruciferae ή Σταυρανθή, κατά το ελληνικότερο. Η τελευταία ονομασία αναφέρεται στη διάταξη των τεσσάρων πετάλων του άνθους που σχηματίζουν ένα νοητό σταυρό. Χαρακτηριστικός είναι επίσης ο καρπός της οικογένειας, ο οποίος, εάν το μήκος του είναι μεγαλύτερο από το τριπλάσιο του πλάτους, ονομάζεται κέρας (π.χ. Sisymbrium irio), ενώ εάν συμβαίνει το αντίθετο ονομάζεται κεράτιο (π.χ. Capsella bursa-pastoris).
 
Εκπρόσωποι της οικογένειας βρίσκουν συχνά τη θέση τους στο τραπέζι μας, όπως το λάχανο, το κουνουπίδι, το μπρόκολο (και τα τρία είναι καλλιεργούμενες ποικιλίες του ίδιου  είδους:  Brassica oleracea!), το σινάπι (Sinapis alba), από το οποίο φτιάχνεται η μουστάρδα, η ρόκα (Eruca versicaria) καθώς και οι βρούβες (κοινή ονομασία που περιλαμβάνει είδη από διαφορετικά γένη). Κοινό χαρακτηριστικό όλων των παραπάνω είναι η πικάντικη, πιπεράτη γεύση που αφήνουν στο στόμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου